σαρδάμ

σαρδάμ
το, Ν
άκλ. το μπέρδεμα τών συλλαβών, αναγραμματισμός τών λέξεων κατά τον προφορικό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από αναγραμματισμό τού ονόματος τού ηθοποιού-σκηνοθέτη Μαδράς, που είναι και ο πρώτος που τόν χρησιμοποίησε με την συγκεκριμένη σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαρδάμ — το λεκτικό σφάλμα, ιδίως αυτό που γίνεται επί σκηνής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”